- καραμελιάζω
- και καραμελλιάζω [καραμέλα](για σιρόπια και παχύρρευστα γλυκά), γίνομαι καραμέλα, πήζω με την πάροδο τού χρόνου ή με την επενέργεια τής φωτιάς, σκληραίνομαι, «δένω» («το σιρόπι καραμέλιασε»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.